- εγερσιμότητα
- ηη δυνατότητα να εγείρεται κανείς, διεγερσιμότητα, ερεθιστικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπραϋντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα τού νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά. επίρρ...… … Dictionary of Greek